Στις χώρες της Ευρωζώνης, οι δημοσιονομικοί κανόνες συχνά τηρούνται, ακόμα και αν παραβιάζονται σε κάποιες περιπτώσεις. Η ανάγκη δικαιολόγησης των υπερβάσεων στις Βρυξέλλες βοηθάει στη μείωση της δημοσιονομικής επίπτωσης. Αντίθετα, στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, οι υπουργοί Οικονομικών προσαρμόζουν τους κανόνες κατά την εκτίμησή τους, γεγονός που οδηγεί σε μεγαλύτερη δημοσιονομική αστάθεια.
Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι οι προβλέψεις του για το χρέος υποτιμούν τις αναμενόμενες προκλήσεις, καθώς οι πιέσεις δαπανών από την κλιματική αλλαγή και τα δημογραφικά στοιχεία αναμένονται να αυξηθούν. Παράλληλα, οι προηγούμενες εκτιμήσεις χρέους αποδείχθηκαν υπεραισιόδοξες, και η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα ενισχύει την κατεύθυνση προς υψηλότερα επίπεδα χρέους.
Αν και οι πολιτικές των ΗΠΑ μπορεί να διαφοροποιηθούν μετεκλογικά, οι προτάσεις των πολιτικών, όπως αυτές της Κάμαλα Χάρις και του Ντόναλντ Τραμπ, δείχνουν σημαντική αύξηση του χρέους χωρίς να υπάρχουν ουσιαστικές αλλαγές πολιτικής. Ο κίνδυνος είναι ότι αν οι ΗΠΑ δεν αλλάξουν κατεύθυνση, οι επενδυτές ομολόγων θα μπορούσαν να χάσουν τελικά την εμπιστοσύνη τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το προαναφερθέν χρέος θα μπορούσε να αντέξει σε μεγαλύτερες πιέσεις κυρίως λόγω του υψηλού και αυξανόμενου κατά κεφαλήν ΑΕΠ των ΗΠΑ, το οποίο είναι κατά 42% υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και κατά 37% από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αν και το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ παραμένει ένα ασφαλές καταφύγιο για τους επενδυτές, η τρέχουσα γεωπολιτική κατάσταση προσφέρει περιορισμένες δυνατότητες.
Πηγή: kathimerini.gr