Οι πρόσφατα βραβευθέντες προσέφεραν σημαντικά ευρήματα σχετικά με τις αιτίες των ανισοτήτων, επισημαίνοντας ότι οι θεσμοί και η πολιτική αποτελούν το «κλειδί». Στο έργο τους του 2012 με τίτλο «Γιατί τα έθνη αποτυγχάνουν», οι Ατζέμογλου και Ρόμπινσον υποστηρίζουν ότι οι «συμπεριληπτικοί θεσμοί» μπορούν να κάνουν τις χώρες πλουσιότερες. Η δημοκρατία, το κράτος δικαίου και η προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας διαχωρίζουν αυτά τα θεσμικά συστήματα από τους ολιγαρχικούς μηχανισμούς, όπου μια μικρή άρχουσα τάξη ελέγχει τους περισσότερους πόρους.
Το χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και φτωχότερων χωρών παραμένει σοβαρό. Το 20% των πιο πλούσιων κρατών είναι περίπου 30 φορές πλουσιότερα από τις φτωχότερες 20% του κόσμου. Ακόμη και αν το εισόδημα των φτωχότερων χωρών έχει αυξηθεί σε σχέση με το παρελθόν, το 2021 το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού κατείχε μόλις το 2% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το πλουσιότερο 10% κατείχε το 76%.
Οι βραβευθέντες δυσκολεύτηκαν να εξηγήσουν την πλούσια ανάπτυξη ορισμένων χωρών με λιγότερο δημοκρατικά καθεστώτα, όπως η Σιγκαπούρη και η Κίνα. Ωστόσο, το βραβείο προβάλλει ξανά την ανάγκη για προσοχή στη συζήτηση σχετικά με τους θεσμούς, την ώρα που οι θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας επηρεάζονται από τις πολιτικές εξελίξεις, όπως οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.
Η φετινή απονομή του βραβείου Νομπέλ Οικονομίας καθιστά πιο επίκαιρη από ποτέ την έρευνα που τονίζει τη σημασία των ισχυρών θεσμών στην καταπολέμηση της ανισότητας. Η στήριξη σε τέτοιες έρευνες είναι ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση παγκοσμίων προβλημάτων, τα οποία δεν πρέπει να θυσιαστούν για άλλες προτεραιότητες.
Πηγή: kathimerini.gr