Σημαντική είναι η έρευνα του ΕΜΠ σχετικά με τις παραβατικές πρακτικές των πρατηρίων στην Αττική, όπου πάνω από το 27% των πρατηρίων παραδίδουν λιγότερες ποσότητες καυσίμων από αυτές που πληρώνουν οι καταναλωτές. Το ποσοστό των ελλειμματικών παραδόσεων υπήρξε αυξανόμενο τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας μέχρι το 24% το 2023. Αυτές οι παρανομίες επιφέρουν σοβαρές οικονομικές ζημίες για τους καταναλωτές, οι οποίοι χάνουν έως 120 εκατομμύρια ευρώ ετησίως μόνο από τα παραβατικά πρατήρια της Αττικής και Θεσσαλονίκης.
Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω λόγω των πολύ χαμηλών ελέγχων που πραγματοποιούνται. Από τον Ιούνιο, η ΑΑΔΕ έχει ανακοινώσει 18 πρατήρια για νοθεία, αλλά κανένα από αυτά δεν έχει κλείσει μόνιμα, γεγονός που συμβάλλει στην ατιμωρησία. Περαιτέρω, η ενεργοποίηση του νόμου για τη δέουσα επιμέλεια φορτώνει τις νόμιμες επιχειρήσεις με έξτρα κόστη, περιορίζοντας τη δυνατότητά τους για επενδύσεις και ανάπτυξη.
Η υπερφορολόγηση στον τομέα των καυσίμων στην Ελλάδα είναι επίσης μια πηγή ανησυχίας, καθώς η υψηλότερη συνδυασμένη φορολογία (ΕΦΚ και ΦΠΑ) στην Ευρώπη καθιστά τις νόμιμες επιχειρήσεις λιγότερο ανταγωνιστικές και ωφελεί τους παραβατικούς, οι οποίοι αναζητούν τρόπους να μειώσουν τα κόστη τους. Το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, που επεκτείνεται συνεχώς, αποτελεί μίας μορφής απαγόρευση στην ελεύθερη αγορά.
Στο σύνολό τους, οι καταναλωτές παραμένουν ευάλωτοι και χωρίς νομική προστασία, επισημαίνοντας την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή και ελέγχους των νόμων, για την αποκατάσταση της υγιούς λειτουργίας της αγοράς καυσίμων. Πηγή: kathimerini.gr