Αποτυχία έγκρισης για το πειραματικό φάρμακο Kisunla κατά της νόσου του Αλτσχάιμερ
Το φάρμακο Kisunla, που περιέχει τη δραστική ουσία δονανεμάμπη-azbt και έχει αναπτυχθεί από την Eli Lilly, απέτυχε να εξασφαλίσει έγκριση από τον Εθνικό Οργανισμό Υγείας της Βρετανίας (NHS) και δεν θα λάβει τη χρηματοδότησή του. Αυτή η εξέλιξη έρχεται μόλις μετά από δηλώσεις των αρχών ότι το φάρμακο μπορεί να λάβει έγκριση για χρήση στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η δονανεμάμπη, η οποία μειώνει την συσσώρευση βήτα αμυλοειδούς στο εγκέφαλο ατόμων με Αλτσχάιμερ, έχει δείξει ότι μπορεί να επιβραδύνει την επιδείνωση της μνήμης και της σκέψης, προσφέροντας έτσι ελπίδες στους ασθενείς. Παρά τις υποσχόμενες προοπτικές, η αξιολόγηση του NICE έδειξε ότι τα οφέλη της θεραπείας δεν δικαιολογούν το υψηλό κόστος της. Η Χέλεν Νάιτ, διευθύντρια αξιολόγησης φαρμάκων στο NICE, δήλωσε ότι οι επιτροπές εξέτασαν όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των οφελών για τους φροντιστές, αλλά καταλήξαν στο συμπέρασμα ότι το Kisunla δεν προσφέρει επαρκή οφέλη για να δικαιολογήσει την επένδυση.

Επιπλέον, το φάρμακο χορηγείται μέσω ενδοφλέβιας έγχυσης κάθε τέσσερις εβδομάδες και ενέχει κινδύνους σοβαρών παρενεργειών, όπως πρήξιμο και αιμορραγίες στον εγκέφαλο. Το NICE εκτιμά ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για 18 μήνες, αλλά η επίδρασή της μετά από αυτήν την περίοδο δεν είναι γνωστή.

Από την άλλη πλευρά, η λεκανεμάμπη, που πρόσφατα εγκρίθηκε από τον ρυθμιστικό οργανισμό φαρμάκων του Ηνωμένου Βασιλείου (MHRA), αντιμετωπίστηκε με παρόμοια αποδοκιμασία από το NICE, το οποίο τόνισε ότι τα οφέλη της δεν δικαιολογούν το κόστος της. Η απόφαση αυτή έχει προκαλέσει ανησυχίες ότι μπορεί να δημιουργηθεί ένα σύστημα “δύο ταχυτήτων” για ασθενείς με Αλτσχάιμερ, όπου ορισμένοι θα έχουν πρόσβαση σε θεραπείες ενώ άλλα άτομα, που εξαρτώνται από τον NHS, θα μένουν χωρίς.

Εν κατακλείδι, η αποτυχία του Kisunla ενισχύει τις προκλήσεις γύρω από τη θεραπεία της νόσου του Αλτσχάιμερ και υπογραμμίζει τη σημασία των οικονομικών παραμέτρων στην έγκριση νέων φαρμάκων. Η συνέχιση της έρευνας για νέες και αποτελεσματικές θεραπείες παραμένει ζωτικής σημασίας. Πηγή: kathimerini.gr