Αν και οι στρατιωτικές επιθέσεις μπορεί να φέρουν αντίκτυπο στην τιμή του αργού, δεδομένων των εξελίξεων, οι τιμές του αργού ανέβηκαν κατά 8% μέσα σε πέντε ημέρες, φτάνοντας κοντά στα 77-80 δολάρια ανά βαρέλι. Ωστόσο, παρά την παρατεταμένη σύγκρουση στην περιοχή, το πετρέλαιο παρέμεινε, γενικά, σε σχετικά σταθερές τιμές μεταξύ 70-80 δολαρίων ανά βαρέλι.
Σημαντική είναι η παρατήρηση ότι, σε αντίθεση με το παρελθόν, η αγορά σήμερα φαίνεται να έχει λιγότερη νευρικότητα. Πράγματι, οι ανατιμήσεις είναι περιορισμένες χρονικά και ποσοτικά, γεγονός που υποδηλώνει ότι το πετρέλαιο έχει χάσει τη θέση του ως το κυρίαρχο γεωπολιτικό βαρόμετρο. Δύο παράγοντες συμβάλλουν σε αυτή την εκτίμηση: πρώτον, η στρατηγική του Ισραήλ φαίνεται να σχεδιάζει έναν συντριπτικό στρατιωτικό χτύπημα, το οποίο μάλλον θα μειώσει τις δυνατότητες του Ιράν για ναυτικές και αμφίβιες επιχειρήσεις στον Περσικό Κόλπο. Δεύτερον, η διεθνής αγορά πετρελαίου είναι καλά εφοδιασμένη, με παραγωγή που φτάνει τα 102 εκατ. βαρέλια ημερησίως και υπάρχοντα υψηλά αποθέματα.
Επιπλέον, η οργάνωση διαχείρισης των πληροφοριών για την αγορά πετρελαίου έχει βελτιωθεί σημαντικά. Υπάρχουν αξιόπιστα συστήματα, όπως ο ΙΕΑ και ο OPEC, που παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή και τα αποθέματα σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η βελτίωση έχει περιορίσει την αβεβαιότητα που συνήθως ήταν υπεύθυνη για υψηλές τιμές πετρελαίου σε προηγούμενες εποχές.
Τέλος, αν το αργό πετρέλαιο ξεπεράσει τα 100 δολάρια ανά βαρέλι, δεν αναμένεται να έχει τις ίδιες αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία όπως εκείνες των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Σήμερα, η συμβολή του πετρελαίου στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα έχει μειωθεί σε 30%, από 46% το 1973, και η πετρελαϊκή κατανάλωση ανά μονάδα ΑΕΠ στις χώρες του G7 έχει μειωθεί σχεδόν κατά 40% σε σχέση με το 1970.
Πηγή: kathimerini.gr