Ο κύριος λόγος για αυτή την κατάσταση είναι η «φούσκωμα» των τιμών πώλησης, ιδιαίτερα για ακίνητα με χαμηλότερη αξία από 250.000 ευρώ, το οποίο ήταν το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό για την εξασφάλιση άδειας διαμονής. Στα προηγούμενα χρόνια, οι μεσολαβητές που εκμεταλλεύονταν την κατάσταση προσέφεραν ακίνητα σε υπερτιμημένες τιμές, διαβεβαιώνοντας τους πελάτες για μελλοντικές υπεραξίες που δεν προκύπτουν εύκολα.
Αν και τέτοιες περιστατικά δεν είναι ο κανόνας στην αγορά ακινήτων, αναδεικνύουν τα κενά στους ελέγχους που επιτρέπουν στους επιτήδειους να εκμεταλλεύονται επενδυτές. Προβλήματα παρατηρούνταν και στη διαδικασία των απευθείας συναλλαγών, όπου ενδέχεται οι εταιρείες μεσολαβητές να απάτησαν πελάτες με μεγάλες υπερτιμολογήσεις ή να διαχειρίστηκαν τα χρήματα που κατατέθηκαν χωρίς να ολοκληρώσουν τις συμφωνίες.
Μια παρόμοια περίπτωση που έλαβε χώρα στο παρελθόν ειχε να κάνει με ένα δικηγόρο που εισέπραξε 350.000 ευρώ για την αγορά ακινήτου και στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Στην υπόθεση αυτή, αν και αρχικά ενοχοποιήθηκε ο μεσίτης που μεσολάβησε, τελικά αθωώθηκε.
Από το 2022, λόγω της μεγάλης αύξησης των τιμών, το κατώφλι της «χρυσής βίζας» αυξήθηκε σε 500.000 ευρώ και από τον Σεπτέμβριο του 2023 σε 800.000 ευρώ για την Αττική. Αυτή η απόφαση προήλθε από τις προκλήσεις που εμπνέονται από τη διαρκή αλλαγή στις αξίες των ακινήτων, καθώς και από τις ανάγκες της αγοράς.
Σύμφωνα με δικηγόρους του τομέα, η σωστή πρακτική σήμερα προκρίνει την άμεση καταβολή των χρημάτων μέσω τραπεζικών εμβασμάτων απευθείας από τον επενδυτή στον πωλητή, ώστε να ελαχιστοποιούνται σφάλματα και ελλείψεις σε συναλλαγές.
Πηγή: kathimerini.gr