Ο Γκοσποντίνοφ περιέγραψε πώς η παιδική του εμπειρία, και συγκεκριμένα οι αφηγήσεις της γιαγιάς του, επηρέασαν τη σκέψη του και τη γραφή του. «Η δομή της αφήγησής της ακολουθούσε την προφορική παράδοση, με ανέκδοτα και ιστορίες που κουβαλούσαν μια διαχρονική αλήθεια», αναφέρει. Η σύνδεση αυτή με την παράδοση και την προσωπική ιστορία προβάλλει στην δουλειά του, καθώς μιλά για τη νόηση του χρόνου, τις απώλειες και τη νοσταλγία.
Αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια, αποκάλυψε ότι η λογοτεχνική του γραφή ξεκίνησε από εφιάλτες που τον βασάνιζαν. «Μπορεί να μην ξαναείδα τον εφιάλτη, αλλά τον θυμάμαι», είπε, εξηγώντας ότι οι στίχοι ήταν η καταφυγή του από τους φόβους. Ωστόσο, αναγνώρισε ότι πολλές από τις πρώτες του σκέψεις αφορούσαν θεματικές γύρω από τον θάνατο, γεγονός που του προκάλεσε πίκρα όταν ένας συγγραφέας αμφισβήτησε την προέλευση αυτών των στίχων.
Ο Γκοσποντίνοφ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην ιστορική του πορεία, περιγράφοντας την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη Βουλγαρία πριν και μετά την πτώση του τείχους. Έκανε λόγο για την “κουλτούρα της σιωπής” που επικρατούσε, σύμφωνα με την οποία οι συζητήσεις για πολιτικά θέματα ήταν περιορισμένες σε κλειστούς χώρους, κάτι που κατέστησε δύσκολη την επανένταξη στην ελευθερία.
Στο επίκεντρο της συζήτησής του βρέθηκε και το νέο του βιβλίο, «Ο Κηπουρός και ο θάνατος», που εξερευνά την εμπειρία του θανάτου του πατέρα του. «Κανείς δεν μας μαθαίνει πώς πεθαίνουμε», δήλωσε, αναδεικνύοντας τη σημασία της αποδοχής αυτής της διαδικασίας.
Η εκδήλωση αυτή αποτέλεσε έναν θρίαμβο του λογοτεχνικού λόγου και της ανθρωπιάς που ενσωματώνει το έργο του Γκοσποντίνοφ, συνδέοντας τις ατομικές και συλλογικές εμπειρίες με ζητήματα που αγγίζουν όχι μόνο τη βουλγαρική κοινωνία, αλλά και τον παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό.
Πηγή: kathimerini.gr