Η τέχνη της προπαγάνδας και η μάχη της πληροφορίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Καθώς προχωρούσε η χιτλερική προέλαση στην Ευρώπη το 1941, η Βρετανία αναζητούσε το μέσο που θα μπορούσε να ανατρέψει τη ναζιστική προπαγάνδα που καθοδηγούνταν από τον Γκέμπελς. Η απάντηση ήρθε με την εμφάνιση του Σέφτον Ντέλμερ, ενός άνδρα που είχε βιώσει από πρώτο χέρι την γερμανική πραγματικότητα. Ο Ντέλμερ, που γεννήθηκε το 1904 στο Βερολίνο από Αυστραλούς γονείς, μετεγκαταστάθηκε στο Λονδίνο το 1917. Ήταν δημοσιογράφος που είχε προνομιακή πρόσβαση στη ναζιστική ελίτ και είχε καταγράψει την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.

Ο Πίτερ Πομεράντσεφ, ειδικός στην προπαγάνδα, περιγράφει τη ζωή του Ντέλμερ και τις καινοτόμες μεθόδους του σταδιοδρομίας του ως αντιπροπαγανδιστής. Με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ντέλμερ στρατολογήθηκε από τη βρετανική μυστική υπηρεσία για να γίνει ο αντίπαλος του Γκέμπελς στον “πόλεμο της πληροφορίας”. Δημιούργησε έναν μυστικό ραδιοφωνικό σταθμό, τον GS1, ο οποίος εξέπεμπε από το Λονδίνο με σκοπό να αμφισβητήσει την ναζιστική προπαγάνδα και να ενσπείρει αμφιβολίες ανάμεσα στο γερμανικό λαό.

Εντός ενός κλίματος όπου οι ναζιστικές ομιλίες διέπρεπαν, το BBC κατόρθωσε να προσελκύσει ένα σημαντικό ακροατήριο, παρά την απαγόρευση. Ο Ντέλμερ, ωστόσο, εστίασε στη μαζική παραγωγή φθηνών ραδιοφώνων και στην εκμετάλλευση των αδυναμιών του ναζιστικού καθεστώτος, όπως η χλιδή και η διαφθορά της ελίτ. Πίστευε ότι οι προπαγανδιστικές του προσπάθειες μπορούσαν να υπονομεύσουν τη γερμανική υποστήριξη προς το καθεστώς, και οι ψυχολογικές επιχειρήσεις του επεκτάθηκαν σε άλλες γλώσσε, σε φυλλάδια και εφημερίδες στις κατεχόμενες χώρες.

Ο Ντέλμερ χρησιμοποίησε διάφορες μορφές εικονικής παραπλάνησης, αλλά δεν παρέλειψε να αναγνωρίσει ότι η προπαγάνδα δεν ήταν παντοδύναμη. Η νίκη των συμμάχων οφειλόταν κυρίως στα στρατιωτικά μέσα και όχι σε λαϊκές εξεγέρσεις, αν και συνείσφερε στην υπονόμευση του χιτλερικού καθεστώτος. Η ηθική που συνόδευε τις μεθόδους του υπήρξε αντικείμενο συζήτησης, καθώς πολλοί τόνιζαν τις αμφιλεγόμενες πτυχές της παραπλάνησης.

Πηγή: kathimerini.gr